- σβωλιάζω
- Ν [σβώλος]1. (μτβ.) μεταβάλλω κάτι σε βώλους2. (αμτβ.) μεταβάλλομαι σε βώλους («σβώλιασε ο πουρές»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σβώλιασμα — το, Ν [σβωλιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σβωλιάζω … Dictionary of Greek